χρησμῳδός — chanting oracles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδόν — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem acc sg χρησμῳδός chanting oracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωιδέ — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωιδός — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδοί — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδούς — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδέ — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδῷ — χρησμῳδός chanting oracles masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωδώ — έω, ΜΑ, και ιων. ασυναίρ. τ. χρησμῳδέω Α [χρησμῳδός] 1. (ιδίως) είμαι χρησμωδός, διατυπώνω χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού 2. (γενικά) δίνω χρησμούς, χρησμοδοτώ 3. (κατά το λεξ. Σουδα) (το απρμφ. ενεστ.) χρησμῳδεῑν «θεολογεῑν» αρχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ДИВИНАЦИЯ — • Divinatio, 1. искусство и дар гадания, μαντική, т. е. τέχνη. Вера в способность людей предсказывать будущее посредством возбужденной божественной силы и узнавать волю богов, не пользуясь обыкновенными средствами ума, встречается во… … Реальный словарь классических древностей